- αυτοστονος
- αὐτόστονοςαὐτό-στονος2стонущий о своей участи Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτόστονος — αὐτόστονος, ον (Α) αυτός που στενάζει για τα βάσανά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)] … Dictionary of Greek
αὐτόστονος — lamenting for oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)